Wage στα ελληνικά
Μετάφραση: wage, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- applying στα ελληνικά - εφαρμογή, εφαρμόζοντας, την εφαρμογή, εφαρμογή του, εφαρμογής
- archaeologically στα ελληνικά - αρχαιολογικά, αρχαιολογική, αρχαιολογικό, αρχαιολογικής, από αρχαιολογική
- birefringence στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
- capitals στα ελληνικά - πρωτεύουσες, κεφαλαία, κιονόκρανα, πρωτευουσών, κεφαλαίων
Τυχαίες λέξεις
Wage στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθός
Μεταφράσεις: μισθός