Λέξη: ελλιπής
Σχετικές λέξεις: ελλιπής
ελλιπής φοίτηση στο δημοτικό, ελλιπής φοίτηση, ελλιπής συνώνυμο, ελλιπής συνώνυμα, ελλιπής ή ελλειπής, ελλιπής αντωνυμο, ελλιπής κωδικοποίηση, ελλιπής ελλειπής, ελλιπής πληθυντικός, ελλιπής english
Συνώνυμα: ελλιπής
ντροπαλός, ακοινώνητος, άτολμος, δειλός, συνεσταλμένος, βραχύς, μικρός, κοντός, τσιγγούνης, τσιγκούνικος, ελαττωματικός, σκάρτος, ελλειπτικός, ατελής
Μεταφράσεις: ελλιπής
ελλιπής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deficient, short, imperfect, defective, incomplete, lack
ελλιπής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deficiente, falto, corto, breve, a corto, corta, poco
ελλιπής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mangelhaft, ungenügend, unzureichend, defizient, kurz, kurze, kurzen, kurzer
ελλιπής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vicieux, déficient, insuffisant, incomplet, défectueux, court, courte, à court, bref, de courte
ελλιπής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
breve, corto, a breve, brevi, corta
ελλιπής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curto, curta, breve, pequeno, suma
ελλιπής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvoldoende, kort, korte, op korte, Kortom, de korte
ελλιπής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недостаточный, неполный, несовершенный, короткая, короткие, короткое, короткий, краткосрочной
ελλιπής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mangelfull, kort, korte, kort sagt
ελλιπής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kort, korta, att hitta kort, hitta kort
ελλιπής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vajaa, riittämätön, puutteellinen, vajavainen, lyhyt, lyhyen, lyhyellä, lyhyitä, lyhyet
ελλιπής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kort, korte, kort-, på kort, kort sagt
ελλιπής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neúplný, vadný, krátký, krátké, krátká, krátkou, krátkodobé
ελλιπής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oporny, niepełny, wadliwy, brakujący, niekompletny, krótki, krótko, krótkiego, krótkie, krótkim
ελλιπής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyatékos, hiányos, rövid, a rövid, röviden
ελλιπής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eksik, yetersiz, kısa, kısa bir, Kısacası, kısaca
ελλιπής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коротка, короткий, короткою, коротке, короткая
ελλιπής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkurtër, shkurt, afatshkurtër, shkurtër, të shkurtër
ελλιπής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кратко, кратък, късо, къс, краткосрочен
ελλιπής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кароткая, короткая, кароткі, кароткае
ελλιπής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebaküllaldane, puudulik, lühike, lühikese, lühikest, lühikesed, lühikeste
ελλιπής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oskudan, nedovoljan, kratke, kratak, kratko, kratki, Ukratko
ελλιπής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stutt, Stuttur, skamms, stuttu máli, til skamms
ελλιπής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trumpas, trumpą, trumpai tariant, trumpi, trumpa
ελλιπής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īss, īsā, īstermiņa, īsu, īsa
ελλιπής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
краток, кратко, кратки, кратка, кус
ελλιπής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insuficient, scurt, scurtă, scurte, scurta
ελλιπής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Skratka, kratek, kratko, kratka, kratke
ελλιπής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krátky, krátke, krátký, nakrátko, stručný
Στατιστικά δημοτικότητας: ελλιπής
Τυχαίες λέξεις