Λέξη: νάνος

Σχετικές λέξεις: νάνος

νάνος βαλαωρίτης ποιήματα, νάνος βαλαωρίτης βιογραφία, νάνος αποστόλης, νάνος παναγιώτης, νάνος βαλαωρίτης μερικές γυναίκες, νάνος βαλαωρίτης μικρός θρήνος, νάνος βαλαωρίτης, νάνος ιωάννης, νάνος απόστολος, νάνος στα αγγλικά

Συνώνυμα: νάνος

ξωτικό, δαιμόνιο, μικρόσωμο ζώο, νανώδες ζώο, καλικάντζαρος, φάντασμα, κουνούπι, σκνίπα, μικρή μύγα, ημιτόνιο, σταγόνα, μισή νότα, γίγας, τρωγλοδύτης, ανθρωπάριο, μοδέλο προς επίδειξη ενδυμάτων, μοντέλο προς επίδειξη ενδυμάτων

Μεταφράσεις: νάνος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
midget, dwarf, gnome, pygmy, a dwarf
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enano, empequeñecer, achaparrado, enana, dwarf, enanos, enanas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gnom, zwergin, winzig, zwerg, liliputaner, Zwerg, dwarf, Zwergen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nabot, rabougri, nain, gnome, minuscule, naine, dwarf, nains, naines
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nano, nana, nani, dwarf, nane
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anão, dever, anã, dwarf, do anão, miúdo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
minuscuul, dwerg, aardmannetje, dwergachtig, gnoom, dwarf, dwergen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карликовый, гном, фитюлька, карлик, лилипут, карлика, карликом, карликовая
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dverg, dvergen, dwarf
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dvärg, dvärgen, dvärg-, dwarf
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varjostaa, kitukasvuinen, kääpiö, pikkuinen, dwarf, kääpiö-, kääpiötä, kääpiön
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dværg, dværgen, dwarf
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakrnělý, trpaslík, trpasličí, zakrnět, zmenšit, skrček, skřítek, zakrslý, trpaslíka, trpaslíkem, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ograniczać, karzełek, stopować, niedorostek, karłowacieć, maleństwo, karlik, krasnal, karzeł, krasnolud, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törpe, törp, törpét, a törpe
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
minicik, cüce, bodur, dwarf, bir cüce
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мошки, гном, карлик
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhuxhmaxhuxh, xhuxh, Xhuxhi, xhuxh i, shkurtabiqi, shkurtabiq
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
джудже, джуджета, джуджето
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карлік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pöialpoiss, kääbus, dwarf, päkapikk, kääbust, kääbuse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kepec, patuljak, patuljka, patuljasta, patuljasti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dvergur, Dwarf, dvergrinn, dvergr, dvergurinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pumilus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nykštukas, nykštukė, žemaūgis, neūžauga, žemaūgės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liliputs, sīks, niecīgs, punduris, rūķis, mazs, dwarf
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
џуџето, џуџе, џуџести, џуџеста, џуџиња
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pitic, pitică, pitica, pitice, dwarf
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skrček, dwarf, pritlikavi, škrat, pritlikava, palček
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skrček, trpaslík

Στατιστικά δημοτικότητας: νάνος

Τυχαίες λέξεις