Weigh στα ελληνικά
Μετάφραση: weigh, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abounded στα ελληνικά - αφθονούσε, αφθονούσαν, αφθόνησε, αφθόνησαν, έβριθε
- articles στα ελληνικά - άρθρα, Τα άρθρα, είδη, άρθρων, αντικείμενα
- backhand στα ελληνικά - ρεβέρ, το backhand, backhand του, πίσω χέρι
Τυχαίες λέξεις
Weigh στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
Μεταφράσεις: ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται