Λέξη: καφεΐνη

Σχετικές λέξεις: καφεΐνη

καφεΐνη και υγεία, καφεΐνη διατροφή, καφεΐνη και εγκυμοσυνη, καφεΐνη κυτταριτιδα, καφεΐνη και κυτταριτιδα, καφεΐνη στο πράσινο τσάι, καφεΐνη bodybuilding, καφεΐνη και θηλασμος, καφεΐνη ελληνικός καφές, καφεΐνη παρενέργειες

Συνώνυμα: καφεΐνη

τεΐνη

Μεταφράσεις: καφεΐνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caffeine, caffein, of caffeine, decaffeinated
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cafeína, la cafeína, caffein, de cafeína, en cafeína
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
koffein, kaffen, Koffein, caffein, Coffein
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caféine, la caféine, caffein, de caféine, de la caféine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caffein, caffeina, la caffeina, di caffeina
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caffein, cafeína, teína, a cafeína, sem teína
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
caffein, cafeïne, cafeine, caffeïne, caffeine
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кофеин
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
caffein, koffein
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koffein, caffein
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kofeiini, kofeiinia, caffein, kofeiinia vastaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
koffein, caffein, der koffein
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kofein, Kofein
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kofeina, caffein
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
koffeinnek, koffein, koffeint, koffeinmentes, koffeintartalmának
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kafein, caffein
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кофеїн
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
caffein
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кофеин
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кафеін, кафеіну
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kofeiin, caffein
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kofein
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
caffein
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kofeinas, kofeino
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kofeīns, caffein
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
caffein
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cofeină, cafeină, caffein
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kofein, caffein
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kofeín, kofein, kofeínu, * Kofeín
Τυχαίες λέξεις