Λέξη: επιταγή

Σχετικές λέξεις: επιταγή

επιταγή εισόδου 2014, επιταγή εισόδου voucher, επιταγή εγγυήσεως, επιταγή εισόδου στην αγορά εργασίας για άνεργους νέους έως 29 ετών 2014, επιταγή εισόδου στην αγορά εργασίας για άνεργους νέους στον κλάδο του τουρισμού ηλικίας έως 29 ετών, επιταγή επαγγελματικής κατάρτισης 2014, επιταγή εισόδου στην αγορά εργασίας, επιταγή προς πληρωμή, επιταγή επαγγελματικής κατάρτισης φορτοεκφορτωτών ξηράς-λιμένος, επιταγή ευκολίας, επιταγή εισόδου

Συνώνυμα: επιταγή

έλεγχος, αναχαίτηση, καρό, ρουά, διαταγή, εντολή

Μεταφράσεις: επιταγή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cheque, check, requirement, imperative, a check
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cheque, comprobar, revisar, verificar, compruebe, verifique
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scheck, prüfen, überprüfen, Überprüfung, kontrollieren, Prüfung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chèque, cheque, vérifier, vérifiez, contrôler, de vérifier, check
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegno, verificare, controllare, controllo, controlla, verifica
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verificar, vá, verifique, consulte
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cheque, controleren, checken, controle, nagaan, te controleren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чек, проверять, проверка, проверить, проверьте, проверяем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjekk, sjekke, kontrollere, kontrollerer, kontroller
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
check, kontrollera, ta, ta en, kolla, checka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
shekki, sekki, maksuosoitus, tarkistaa, tarkastaa, tarkista, tarkistaaksesi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
check, bankanvisning, kontrollere, tjekke, checke, tjek
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šek, kontrola, zkontrolovat, ověřit, zkontrolujte, check
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czek, sprawdzać, sprawdzenie, kontrolować, sprawdzić, sprawdź
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenőrzés, ellenőrizze, ellenőrizni, leellenőrizhessük
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kontrol, kontrol edin, check, onay, denetlemek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чек, перевіряти, перевірятимуть, перевірятиме, перевірити
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrolloj, kontrolloni, kontrolluar, të kontrolluar, shikoni
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чек, проверка, проверите, проверете, провери, разгледате
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правяраць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kontrollima, vaadake internetis, kontrollige, vaadake
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čekom, ček, provjeriti, provjerite, provjerili, provjeru, check
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ávísun, tékki, athuga, athugaðu, að athuga, stöðva, athuga með
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čekis, patikrinti, tikrinti, patikrinkite
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čeks, pārbaude, pārbaudīt, pārbaudītu, pārbaudiet
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проверете, провери, проверка, проверите, проверат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cec, verifica, verificați, a verifica, verifică, lăsați să se afișeze
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ček, preveriti, preverite, preveri
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šek, kontrola, kontroly, kontrolu, monitorovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: επιταγή

Τυχαίες λέξεις