Working στα ελληνικά
Μετάφραση: working, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργαζόμενος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- butcher's στα ελληνικά - χασάπη, κρεοπωλείο, κρεοπωλεία, κρεοπωλών, κρεοπωλείο του
- catalytic στα ελληνικά - καταλυτικός, καταλυτική, καταλυτικής, καταλυτικό, καταλυτικού
- catatonic στα ελληνικά - κατατονική, κατατονικά, κατατονικό, κατατονικής, κατατονικών
Τυχαίες λέξεις
Working στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργαζόμενος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: εργαζόμενος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται