Εργαζόμενος στα αγγλικά

Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
working, worker, employee, a worker, worker is
Εργαζόμενος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εργαζόμενος

working
  • εργαζόμενος

Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος

εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, εργαζόμενος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εργάζομαι στα αγγλικά - labour, work, operate, working, I work, am working
  • εργάτης στα αγγλικά - labourer, workman, worker, laborer, operative, a worker
  • εργαλείο στα αγγλικά - tool, implement, instrument, a tool, tool for
  • εργασία στα αγγλικά - work, employment, labour, job, labor, business
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: working, worker, employee, a worker, worker is