Λέξη: αγρόκτημα

Σχετικές λέξεις: αγρόκτημα

αγρόκτημα ζιώγα, αγρόκτημα κυδωνιές, αγρόκτημα τιθορέα, αγρόκτημα αμφίκαια, αγρόκτημα βραχιάς, αγρόκτημα λεωνίδιο, αγρόκτημα μελεαγρίς, αγρόκτημα απθ, αγρόκτημα αντωνόπουλου, αγρόκτημα ευμέλεια

Συνώνυμα: αγρόκτημα

φάρμα, χωράφι, μικρός κήπος, κήπος, μικρό αγρόκτημα, έπαυλις

Μεταφράσεις: αγρόκτημα

αγρόκτημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
farm, the farm, ranch, farmhouse

αγρόκτημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cortijo, estancia, granja, finca, granja de, agrícola, la granja

αγρόκτημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauerngut, hof, bewirtschaften, farm, pflanzen, bauernhof, Bauernhof, Farm, Hof, Bauern

αγρόκτημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rustique, affermons, domaine, économie, fermier, affermez, affermer, ferme, bien, économique, propriété, élever, agricole, exploitation, agricoles, la ferme

αγρόκτημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
podere, fattoria, agricole, azienda, farm

αγρόκτημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quintas, suspender, adeus, fazenda, cultivar, melhorar, elevar, erguer, granja, quinta, farm, exploração agrícola, agrícolas

αγρόκτημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprichten, beuren, boerderij, tillen, heffen, landbouwbedrijf, opkweken, opvoeden, fokken, grootbrengen, agrarisch, telen, farm, de boerderij, tweedehands

αγρόκτημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хутор, питомник, выращивать, ферма, хозяйство, фольварк, Farm, фермы, ферме

αγρόκτημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gård, gården, farm, bygg, bygg og

αγρόκτημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gård, gården, entreprenad, Jordbruks, lantgård

αγρόκτημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maatalo, vuokrasopimus, korottaa, nostaa, kasvattaa, tila, farmi, pystyttää, tarha, maatila, Farm, Maatalouskalustoa, maatilan, tilalla

αγρόκτημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bondegård, gård, farm, gården, bedriften, bedrift

αγρόκτημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hospodářství, hospodářský, statek, farma, selský, Zemědělská, stavební stroje, stavební stroje a, farmě

αγρόκτημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagroda, ferma, farma, gospodarować, folwark, gospodarstwo, rolnicze, budowlane

αγρόκτημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kisbirtok, farm, mezőgazdasági, gazdaság, gazdaságban

αγρόκτημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çiftlik, tarım, Tarimsal, çiftliği, farm

αγρόκτημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ферма, фермерський, ферми

αγρόκτημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fermë, fermës, ferma, në fermë, e fermës

αγρόκτημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ферма, фермата, стопанствата, земеделските стопанства, на земеделските стопанства

αγρόκτημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, ферма

αγρόκτημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harima, farm, talu, põllumajandusettevõtte, põllumajandusettevõtete, põllumajandusettevõttes

αγρόκτημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obrađivati, farma, Seosko imanje, Seosko, farmi, farme

αγρόκτημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bær, jörð, býli, búa, bæ, bærinn, Farm, bænum, bæinn

αγρόκτημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ferma, ūkis, ūkio, Farm, ūkių, žemės ūkio

αγρόκτημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ferma, saimniecība, Lauksaimniecības, lauksaimniecība, saimniecības, saimniecību

αγρόκτημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фарма, земјоделски, земјоделските, фармата, фарма на

αγρόκτημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fermă, agricole, construcții de second, ferma, second

αγρόκτημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
farma, stavek, kmetija, farm, kmetije, kmetiji, kmetij

αγρόκτημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
state, hospodárstvo, farma, farmy, farm

Στατιστικά δημοτικότητας: αγρόκτημα

Τυχαίες λέξεις