Λέξη: εκλειπτική
Σχετικές λέξεις: εκλειπτική
ελλειπτική τροχιά
Μεταφράσεις: εκλειπτική
εκλειπτική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ecliptic, the ecliptic
εκλειπτική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eclíptica, la eclíptica, eclíptico, elíptica, de la eclíptica
εκλειπτική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Ekliptik, ekliptischen, Sonnenbahn, ekliptikale, ekliptische
εκλειπτική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écliptique, l'écliptique, de l'écliptique
εκλειπτική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eclittico, eclittica, dell'eclittica, all'eclittica, sull'eclittica
εκλειπτική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eclíptica, ecliptic, eclíptico, elíptica, da eclíptica
εκλειπτική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ecliptica, eclipticale, ecliptisch, ecliptische, de ecliptica
εκλειπτική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эклиптический, эклиптика, эклиптики, эклиптическая, эклиптикой, плоскости эклиптики
εκλειπτική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekliptikken, ecliptic, ekliptikkplanet, avviker fra ekliptikken
εκλειπτική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ecliptic, ekliptikan, förmörkelse-, ekliptikans, elliptiska
εκλειπτική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptikan, ekliptikaksi, ecliptic
εκλειπτική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ecliptic, ekliptiske, eklipse
εκλειπτική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptický, ekliptiky, ekliptická, ekliptice
εκλειπτική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaćmieniowy, ekliptyka, ekliptyczny, ekliptyki, ecliptic, ekliptyczna
εκλειπτική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptikus, ekliptikai, ekliptikát, ekliptikához
εκλειπτική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekliptik, Ecliptic, tutulum, ekliptiğin, Husûf
εκλειπτική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
екліптика
εκλειπτική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekliptik, ekliptikë
εκλειπτική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еклиптика, еклиптичен, еклиптичната, еклиптичния, еклиптиката
εκλειπτική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экліптыкі
εκλειπτική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptikaga, ekliptiline, ekliptikast, ekliptikat
εκλειπτική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptiku, ekliptičan
εκλειπτική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Vetrarbrautir, Sólbaugur
εκλειπτική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptinis, ekliptycznych, Zaćmieniowy, ekliptinės
εκλειπτική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ecliptic
εκλειπτική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еклиптиката, елиптични, еклиптика, чии елиптични
εκλειπτική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ecliptică, ecliptic, eclipticii, ecliptice, ecliptica
εκλειπτική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ekliptika, ekliptična, Ekliptično
εκλειπτική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ekliptický, ekliptiky
Τυχαίες λέξεις