Λέξη: αγρότης
Σχετικές λέξεις: αγρότης
αγρότησ κάθετησ καλλιέργειασ, αγρότησ περιοδικό, αγρότης βιβλιοπωλείο, αγρότης μόνος ψάχνει επεισόδια, αγρότης ειδικού καθεστώτος, αγρότης σπιτι σου, αγρότης λιανοκλαδίου, αγρότης μόνος ψάχνει, αγρότης κανονικού καθεστώτος, αγρότης ποδήλατα
Συνώνυμα: αγρότης
γεωργός, σπόρος χόρτου, χωρικός
Μεταφράσεις: αγρότης
αγρότης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
farmer, peasant, a farmer
αγρότης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agricultor, campesino, granjero, agricultores, productor
αγρότης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
farmer, ökonom, bauer, landwirt, Bauer, Landwirt, Farmer, Bauern
αγρότης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paysan, cultivateur, fermier, agriculteur, laboureur, agriculteurs, exploitant
αγρότης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agricoltore, contadino, coltivatore, agricoltori, allevatore
αγρότης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fazendeiro, agricultor, fazenda, granja, arrendatário, camponês, agricultores, produtor, farmer
αγρότης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landbouwer, meier, landman, boer, pachter, landbouwers, bedrijfshoofd, boeren
αγρότης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хозяин, откупщик, хуторянин, арендатор, земледелец, пахарь, хлебороб, фермер, хлебопашец, единоличник, фермера, крестьянин, фермером, фермеров
αγρότης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bonde, bonden, gårdbruker, bondens, farmer
αγρότης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bonde, jordbrukare, lantbrukare, bonden, jordbrukaren, jordbrukare som
αγρότης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
talonpoika, tilallinen, maanviljelijä, farmari, landepaukku, kasvattaja, viljelijä, viljelijän, viljelijälle, viljelijällä
αγρότης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
landmand, bonde, landbruger, landbrugeren, landmanden
αγρότης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
farmář, sedlák, zemědělec, statkář, rolník, hospodář, pachtýř, zemędęlec
αγρότης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gazda, rolnik, gospodarz, chłop, włościanin, farmer, rolnika, rolnikiem, rolnikowi
αγρότης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazdálkodó, gazda, földműves, mezőgazdasági termelő, farmer, mezőgazdasági termelőnek
αγρότης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çiftçi, çiftçinin, farmer, bir çiftçi, çiftçilerin
αγρότης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орендар, фермер, господар, відкупник, орендатор
αγρότης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujk, fermer, fermeri, fermerëve, fermer i
αγρότης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фермер, земеделец, земеделски производител, земеделски стопанин
αγρότης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фермер
αγρότης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
farmer, talunik, põllumajandustootja, põllumajandustootjale, talupidaja, põllumajandusettevõtja
αγρότης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zemljoradnik, farmer, seljak, poljoprivrednik, farmera, poljoprivrednika
αγρότης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bóndi, búandi, bóndinn, bónda, bændur
αγρότης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
agricola
αγρότης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žemdirbys, ūkininkas, fermeris, ūkininkui, ūkininko, ūkininkai
αγρότης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fermeris, lauksaimnieks, lauksaimniekam, zemnieks, lauksaimnieks ir
αγρότης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
земјоделец, земјоделецот, фармерот, фармер, земјоделците
αγρότης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fermier, agricultor, agricultor care, agricultorul, agricultorilor
αγρότης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kmet, kmetu, kmeta, nosilec kmetijskega gospodarstva
αγρότης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
farmár, poľnohospodár, poľnohospodárovi, poľnohospodára, poľnohospodárom