Λέξη: μόνιμα
Σχετικές λέξεις: μόνιμα
μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα δόντια παιδιών, μόνιμα ερωτευμένος, μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας, μόνιμα πρόστυχος στίχοι, μόνιμα βερνίκια νυχιών
Συνώνυμα: μόνιμα
τακτικά, κατά κανόνα, παντοτινά, διαρκώς, από έτους εις έτος
Μεταφράσεις: μόνιμα
μόνιμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
permanently, permanent, a permanent, fixed
μόνιμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
permanentemente, permanente, forma permanente, de forma permanente, manera permanente
μόνιμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ständig, stetig, dauerhaft, permanent, fest, endgültig
μόνιμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constamment, toujours, en permanence, permanence, permanente, façon permanente, de façon permanente
μόνιμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
permanentemente, permanente, modo permanente, in modo permanente, definitivamente
μόνιμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
permanentemente, permanente, definitivamente, forma permanente, de forma permanente
μόνιμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blijvend, permanent, definitief, vast, duurzaam
μόνιμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
постоянно, перманентно, надолго, навсегда, постоянной основе
μόνιμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
permanent, fast, varig
μόνιμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
permanent, varaktigt, fast, ständigt, stadigvarande
μόνιμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pysyvästi, vakinaisesti, jatkuvasti, lopullisesti, kiinteästi
μόνιμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
permanent, fast, varigt, stadighed, permanent at
μόνιμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stále, trvale, natrvalo, permanentně, neustále
μόνιμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trwale, stale, na stałe, permanentnie, ciągle
μόνιμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maradandóan, véglegesen, permanensen, tartósan, állandóan, állandó, folyamatosan
μόνιμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıcı olarak, kalıcı, sürekli, sürekli olarak, daimi
μόνιμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постійно, завжди, що постійно
μόνιμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përherë, përgjithmonë, përhershme, të përhershme, të përhershëm
μόνιμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
постоянно, трайно, за постоянно, окончателно, завинаги
μόνιμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаянна, стала, ўвесь час, ўвесь, увесь час
μόνιμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püsivalt, alaliselt, pidevalt, jäädavalt, lõplikult
μόνιμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neprestano, trajno, stalno, stalna, permanentno, se trajno, zauvijek
μόνιμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varanlega, frambúðar, til frambúðar, endanlega, fullt
μόνιμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolat, visam laikui, nuolatos, stacionariai, pastoviai
μόνιμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastāvīgi, neatgriezeniski, pastāvīgu, nepārtraukti, ilgstoši
μόνιμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
перманентно, постојано, трајно, засекогаш, трајно да
μόνιμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
permanent, definitiv, permanență, în permanență, permanentă
μόνιμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stále, trajno, stalno, za stalno, vedno, dokončno
μόνιμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trvale, stále, neustále, trvalo, natrvalo, nepretržite
Τυχαίες λέξεις