Ген στα ελληνικά

Μετάφραση: ген, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγοντας, συντελεστής, γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
Ген στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гей στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, φαιδρός, χαρούμενος, εύθυμος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, ...
  • гейзер στα ελληνικά - θερμοσίφωνας, θερμοπίδακας, θερμοσίφωνα, Θερμοπίδακας, geyser, στολιδάκι
  • генетика στα ελληνικά - γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
  • гений στα ελληνικά - ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
Τυχαίες λέξεις
Ген στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγοντας, συντελεστής, γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής