Λέξη: αλκοολικός

Σχετικές λέξεις: αλκοολικός

αλκοολικός ορισμός, αλκοολικόσ θεραπεία, αλκοολικόσ τίτλοσ, αλκοολικός πατέρας, αλκοολικός ο χριστόφιας, αλκοολικός βαθμός, χριστόφιας αλκοολικός, σολωμός αλκοολικός, αλκοολικός συμπτώματα, είμαι αλκοολικός

Συνώνυμα: αλκοολικός

οινοπνευματώδης

Μεταφράσεις: αλκοολικός

αλκοολικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alcoholic, alcoholic strength, an alcoholic

αλκοολικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcohólico, alcohólica, alcohol, alcohólicas, alcohólicos

αλκοολικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alkoholisch, alkoholiker, alkoholische, säufer, Alkoholiker, alkoholischen, Alkohol

αλκοολικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alcoolique, alcoolisé, ivrogne, spiritueux, alcool, alcoolisée, alcoolisées, alcooliques

αλκοολικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alcolizzato, alcolico, titolo, alcolica, alcoliche

αλκοολικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alcoólico, alcoólatra, alcoólica, alcoólicas, álcool

αλκοολικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alcoholist, alcoholhoudend, zuiplap, alcoholicus, drinker, drankzuchtige, alcoholisch, alcoholische, alcoholhoudende, alcohol

αλκοολικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спиртной, интоксикация, алкогольный, спиртовка, спиртовой, алкоголик, алкогольные, алкоголиком, алкогольных

αλκοολικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alkoholiker, alkoholholdig, alkoholisert, alkohol, alkoholiserte

αλκοολικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alkoholist, alkoholhaltig, alkoholhalt, alkoholisk, alkoholhalten

αλκοολικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkoholisti, juoppo, alkoholipitoisuus, alkoholipitoisuuden, alkoholittomat, alcoholic

αλκοολικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alkoholiske, alkoholindhold, alkoholisk, alkoholholdige, alkoholholdig

αλκοολικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
alkoholový, alkoholik, lihový, alkoholický, obsah alkoholu, alkoholička, obsah alkoholu v

αλκοολικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
alkoholowy, alkoholiczny, alkoholik, alkoholowych, alkoholowe, alkoholikiem

αλκοολικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkoholista, alkoholos, alkoholtartalmú, alkoholmentes, az alkoholtartalmú, alkoholtartalom

αλκοολικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alkollü, alkolik, alkol, alkolsüz

αλκοολικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
алкоголік, заспиртований, алкогольний

αλκοολικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
alkoolik, alkoolike, alkolike, alkoolike më

αλκοολικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алкохолик, алкохолен, алкохолно, алкохолна, алкохолното

αλκοολικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
алкагольны

αλκοολικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alkohoolne, alkohoolik, alkohoolsete, alkohoolsed, alkoholisisaldus on

αλκοολικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
alkoholno, alkoholni, alkoholičar, alkoholna, alkoholnog, alkoholičara

αλκοολικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alkóhólisti, áfengi, alkóhólstyrkleiki, alkóhólistinn, áfengir

αλκοολικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alkoholinis, alkoholio, alkoholinių, alkoholiniai, alkoholinius

αλκοολικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alkoholiķis, alkoholisks, spirta, alkohola, alkoholisko

αλκοολικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алкохоличар, алкохолни, алкохолните, алкохолна, алкохолен

αλκοολικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alcoolic, alcoolică, alcoolice, alcool, alcoolica

αλκοολικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alkoholik, alkoholna, alkoholne, alkoholni, alkoholno

αλκοολικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
alkoholický, alkoholik, alkohol
Τυχαίες λέξεις