Λέξη: αληθοφανής

Συνώνυμα: αληθοφανής

πιστευτός

Μεταφράσεις: αληθοφανής

αληθοφανής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plausible, believable, verisimilar, credible, implausible

αληθοφανής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fidedigno, probable, creíble, creíbles, verosímil, creible

αληθοφανής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glaubhaft, eingängig, mutmaßlich, wahrscheinlich, glaubwürdig, glaub, glaubwürdige

αληθοφανής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plausible, véridique, vraisemblable, croyable, possible, authentique, probable, crédible, spécieux, crédibles

αληθοφανής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
probabile, verosimile, credibile, credibili, believable

αληθοφανής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provável, acreditável, crível, believable, credível, verossímil

αληθοφανής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoedelijk, geloofwaardig, geloofwaardige, geloofwaardiger, geloofwaardig te, believable

αληθοφανής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благовидный, правдоподобный, возможный, правдоподобно, правдоподобным, правдоподобными, правдоподобной

αληθοφανής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rimelig, sannsynlig, believable, troverdig, troverdige

αληθοφανής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antaglig, trolig, sannolik, trovärdig, trovärdigt, trovärdiga, believable

αληθοφανής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskottava, järkeenkäypä, todennäköinen, uskottavia, uskottavan, uskottavaa, uskottavalta

αληθοφανής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
troværdig, troværdigt, troværdige

αληθοφανής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přijatelný, možný, uvěřitelný, věrohodný, pravděpodobný, hodnověrný, uvěřitelné, věrohodné, uvěřitelná

αληθοφανής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawdopodobny, wiarygodny, słuszny, wiarogodny, wiarygodne, wiarygodna, wiarygodnie, uwierzenia

αληθοφανής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hihető, hihetőnek, hihetőbb, hihetővé

αληθοφανής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
galiba, inanılır, inandırıcı, inandırıcı bir, inanılabilir, believable

αληθοφανής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імовірність, правдоподібність, ймовірність, правдоподібно, правдоподібне, правдоподібним

αληθοφανής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i besueshëm, besueshëm, besueshme, të besueshëm, të besueshme

αληθοφανής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правдоподобен, вероятен, правдоподобно, правдоподобни, правдоподобна

αληθοφανής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праўдападобна, праўдзіва

αληθοφανής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõeldav, usutav, usutavam, usutavad, usutavaks

αληθοφανής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
moguć, prihvatljiv, vjerojatan, vjerodostojan, uvjerljivi, uvjerljiv, uvjerljivo

αληθοφανής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trúa, að trúa, trúverðug, trúverðugar, trúverðuga

αληθοφανής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikėtina, įtikinami, tikėtiname

αληθοφανής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ticams, ticama, ticamas, ticami

αληθοφανής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
веројатна, уверливост, уверливи, за верување, верување

αληθοφανής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de crezut, credibil, credibilă, credibile, credibila

αληθοφανής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
believable, verjetna, verjeten, verjetne, prepričljiv

αληθοφανής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uveriteľný
Τυχαίες λέξεις