Заем στα ελληνικά
Μετάφραση: заем, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- заек στα ελληνικά - κουνέλι, λαγός, κουνελιού, κουνελιών, κονίκλου, κουνέλια
- заек' στα ελληνικά - κουνέλι, κουνελιού, κουνελιών, κονίκλου, κουνέλια
- заемане στα ελληνικά - επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, παρατάσσω, δουλειά, γραμμή, δουλειές, ...
- заетост στα ελληνικά - εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Τυχαίες λέξεις
Заем στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Μεταφράσεις: δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια