Λέξη: λειτουργικός

Σχετικές λέξεις: λειτουργικός

λειτουργικός γραμματισμός, λειτουργικός κύκλος, λειτουργικός αναλφαβητισμός, λειτουργικός προγραμματισμός, λειτουργικός αναλφαβητισμός ορισμος, λειτουργικός κίνδυνος τραπεζών, λειτουργικός και κριτικός γραμματισμός, λειτουργικός ορισμός, λειτουργικός κύκλος επιχείρησης, λειτουργικός κίνδυνος

Συνώνυμα: λειτουργικός

υπηρεσιακός

Μεταφράσεις: λειτουργικός

λειτουργικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
functional, operational, operating, liturgical, a functional

λειτουργικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
funcional, funcionales, funcional de, funcionalidad

λειτουργικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
funktionsfähig, funktionsgemäß, betrieblich, funktionstüchtig, operativ, Funktions-, funktional, funktionell, zweckmäßig

λειτουργικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonctionnel, opérationnel, fonctionnelle, fonctionnels, fonctionnelles, fonction

λειτουργικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
operativo, funzionale, funzionali, funzionalità, funzionante

λειτουργικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
funcional, funcionais, funcional de

λειτουργικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
functioneel, functionele, de functionele

λειτουργικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оперативный, конструктивный, ходовой, операционный, функциональный, эксплуатационный, работающий, действующий, функциональная, функционал, функциональной, функционала

λειτουργικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
funksjonell, funksjonelle, funksjonelt, funksjons, fungerende

λειτουργικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
funktionell, funktionellt, funktionella, funktions, fungerande

λειτουργικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
funktionaali, toimiva, toiminnallinen, toiminnalliset, toiminnallisia, toiminnallisen, funktionaalinen

λειτουργικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
funktionelle, funktionel, funktionelt

λειτουργικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
funkční, operační, funkčním, funkčního, funkčních

λειτουργικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czynnościowy, funkcjonalny, sprawny, funkcjonalizm, operatorowy, operacyjny, funkcjonalne, funkcjonalna, funkcjonalną

λειτουργικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harcképes, operatív, funkcionális, operációs, formai, gyakorlati, funkciós, a funkcionális, működési, működőképes

λειτουργικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fonksiyonel, işlevsel, fonksiyonlu, işlevsel bir, işlev

λειτουργικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
операційний, оперативний, чинний, дійовий, діючий, функціональний

λειτουργικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
funksional, funksionale, funksionale e, funksionon, funksion

λειτουργικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
функционален, функционална, функционално, функционалната, функционални

λειτουργικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
функцыянальны, функцыянальная

λειτουργικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toimiv, otstarbekohane, tegutsev, funktsionaalne, funktsionaalse, funktsionaalsed, funktsionaalsete, funktsionaalseid

λειτουργικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
funkcionalnih, funkcionalnog, operativno, funkcionalna, funkcionalan, funkcionalni, funkcionalne, funkcionalno

λειτουργικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagnýtur, virk, virka, virkni, og hagnýtur

λειτουργικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
funkcinis, funkcinė, funkcinės, funkcionalus, funkcinių

λειτουργικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
funkcionāls, funkcionāla, funkcionālā, funkcionālo, funkcionālās

λειτουργικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
функционални, функционална, функционалните, функционално, функционален

λειτουργικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
funcțional, funcțională, funcționale, functional, functionala

λειτουργικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
funkcionalna, funkcionalno, funkcionalni, funkcionalne, funkcionalen

λειτουργικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
operační, funkční, funkčné, funkčný, funkčná, funkčnej, funkčnú
Τυχαίες λέξεις