Δανεισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δανεισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заем, чуждици, заемане, заеми, кредитиране, заемател
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανεισμός
δανεισμός ελλάδας, δανεισμός εργαζομένων, δανεισμός βιβλίων, δανεισμός υπαλλήλου, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δανεισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δανείζω στα βουλγαρικά - заемаш, назаем, отпускат заеми, кредитират, поддават
- δανειζόμενος στα βουλγαρικά - кредитополучател, кредитополучателя, заемополучател, заемополучателя, заемател
- δαπάνες στα βουλγαρικά - разноска, консумация, потребление, разходи, разходите за, разходите, разходи за
- δαπάνη στα βουλγαρικά - консумация, потребление, цена, разноска, разход, сметка, за сметка, ...
Τυχαίες λέξεις
Δανεισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заем, чуждици, заемане, заеми, кредитиране, заемател
Μεταφράσεις: заем, чуждици, заемане, заеми, кредитиране, заемател