Меч στα ελληνικά
Μετάφραση: меч, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπαθί, στιγματίζω, σπάθα, κουβάρι, χάλυβας, ατσαλένιος, ξίφος, ατσάλι, σφραγίδα, μπάλα, λεπίδα, μάρκα, το σπαθί, σπαθιού, το ξίφος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- механизъм στα ελληνικά - δράση, διάβημα, αγωγή, επενέργεια, μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ...
- механичен στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό
- мечета στα ελληνικά - τζαμί, αρκούδες, Bears, αντέχει, αρκουδάκια, οι αρκούδες
- мечка στα ελληνικά - υποφέρω, γεννώ, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
Τυχαίες λέξεις
Меч στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπαθί, στιγματίζω, σπάθα, κουβάρι, χάλυβας, ατσαλένιος, ξίφος, ατσάλι, σφραγίδα, μπάλα, λεπίδα, μάρκα, το σπαθί, σπαθιού, το ξίφος
Μεταφράσεις: σπαθί, στιγματίζω, σπάθα, κουβάρι, χάλυβας, ατσαλένιος, ξίφος, ατσάλι, σφραγίδα, μπάλα, λεπίδα, μάρκα, το σπαθί, σπαθιού, το ξίφος