Στιγματίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
меч, клеймо, клеймя, стигматизираме, заклеймяват, стигматизира, дестигматизиране
Στιγματίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγματίζω

στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στιγματίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • στηρίγματα στα βουλγαρικά - подпори, реквизит, рекламни предмети, опори
  • στιγμή στα βουλγαρικά - момент, миг, момента, време
  • στιγμιαίος στα βουλγαρικά - мигновен, моментната, моментна, моментен, моментния
  • στιγμιότυπο στα βουλγαρικά - моментална снимка, снимка, моментна снимка, накратко, снимките
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: меч, клеймо, клеймя, стигматизираме, заклеймяват, стигматизира, дестигматизиране