Монарх στα ελληνικά

Μετάφραση: монарх, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμόνας, μονάρχης, Monarch, μονάρχη, της Monarch, την Monarch
Монарх στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • момент στα ελληνικά - στιγμή, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος
  • момиче στα ελληνικά - κούκλα, φούστα, κόμματος, πουλί, κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, ...
  • монах στα ελληνικά - καλόγερος, μοναχός, μοναχό, μοναχού, μοναχών
  • монета στα ελληνικά - κέρμα, νόμισμα, νομίσματος, κερμάτων, κέρματος
Τυχαίες λέξεις
Монарх στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμόνας, μονάρχης, Monarch, μονάρχη, της Monarch, την Monarch