Λέξη: όμοιος
Σχετικές λέξεις: όμοιος
όμοιος συνώνυμα, όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα, όμοιος στον όμοιο, όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα τι σημαινει, όμοιος ομοίω αεί πελάζει, όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα, όμοιος ομοίω ζευγαρώνει, όμοιος ομοίω, όμοιος ομοίω κι η κοπριά στα λάχανα, όμοιος ομοίω αεί πελάζει ερμηνεια
Συνώνυμα: όμοιος
ομαλός, άρτιος, ίδιος, ομοιάζων, παραπλήσιος, παρόμοιος, συμπαθής, ευχάριστος, ταιριαστός
Μεταφράσεις: όμοιος
όμοιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alike, peer, similar, like, same, identical
όμοιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semejante, par, similar, similares, parecido, parecida
όμοιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleichrangige, seinesgleichen, ähnlich, gleich, gleichrangiger, peer, ähnliche, ähnlichen, ähnlicher, ähnliches
όμοιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pareillement, égal, ras, ressemblant, pareil, pair, également, uniforme, affin, personne, analogique, similaire, semblable, analogue, plat, similaires, semblables, même
όμοιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
simile, simili, analogo, analoga, analoghe
όμοιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parecido, par, similar, semelhante, semelhantes, similares
όμοιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eender, aanstaren, soortgelijk, staren, gelijk, gelijksoortig, soortgelijke, vergelijkbare
όμοιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пэр, ровня, равно, проглядывать, одинаковый, присматриваться, схожий, выглядывать, вглядываться, похожий, показываться, всматриваться, заглядывать, подобный, аналогичный, похожи, похож, похожа
όμοιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lik, lignende, tilsvar, ligner, tilsvarende
όμοιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
liknande, lik, liknar, samma, motsvarande, som liknar
όμοιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdenveroinen, yhdenvertainen, pääri, tiirailla, samanlainen, samankaltaisia, samanlaisia, vastaavia, kaltaiset
όμοιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lignende, tilsvarende, samme, ligner, svarer
όμοιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stejný, podobně, podobný, stejně, osoba, rovný, podobné, podobná, obdobné, podobnou
όμοιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
para, zarówno, przyglądać, patrzenie, dokładnie, rówieśnik, opinia, równorzędność, wyzierać, podobny, jednakowo, podobnie, jednakowy, równoprawność, papuga, wygląd, podobne, podobna, podobnych
όμοιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hasonló, hasonlóan, hasonlóak, hasonlót, hasonlít
όμοιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
benzer, benzeri, benzer bir, edenlerden benzer, içindeki
όμοιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рівний, вдивлятися, схожий, пер, удивлятися, переглядати, аналогічний
όμοιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngjashëm, ngjashme, të ngjashme, ngjashëm, e ngjashme
όμοιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сходен, подобен, подобна, подобно, подобни
όμοιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аналагічны, аналягічны
όμοιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sarnane, võrdne, piiluma, sarnased, sarnaseid, sarnaste, sarnase
όμοιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nalik, jednakovrijedan, lord, sličan, slično, slična, slične, slični
όμοιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eins, svipað, svipuð, svipað og, svipaðar, líkur
όμοιος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pariter
όμοιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
panašus, panašių, panašūs, panašios, panaši
όμοιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzīgs, līdzīgus, līdzīgi, līdzīga, līdzīgas
όμοιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слични, слично, слична, сличен, ваквата
όμοιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
similar, asemănător, similare, similară, asemănătoare, similara
όμοιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolega, podobno, podobna, podoben, podobni, podobnih
όμοιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolega, podobný, podobné, podobná