Монитор στα ελληνικά
Μετάφραση: монитор, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οθόνη, παρακολουθώ, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- монах στα ελληνικά - καλόγερος, μοναχός, μοναχό, μοναχού, μοναχών
- монета στα ελληνικά - κέρμα, νόμισμα, νομίσματος, κερμάτων, κέρματος
- мониторинг στα ελληνικά - παρακολούθησης, παρακολούθηση, την παρακολούθηση, η παρακολούθηση, ελέγχου
- моногамия στα ελληνικά - μονογαμία, η μονογαμία, μονογαμίας, τη μονογαμία, μονογαμική
Τυχαίες λέξεις
Монитор στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οθόνη, παρακολουθώ, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης
Μεταφράσεις: οθόνη, παρακολουθώ, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης