Λέξη: γεροντικός
Σχετικές λέξεις: γεροντικός
γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος
Συνώνυμα: γεροντικός
παλιός, γέρικος, χρόνιος, παλαιός, ηλικιωμένος
Μεταφράσεις: γεροντικός
γεροντικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
senile
γεροντικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
senil, seniles, senile
γεροντικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
greisenhaft, senil, senile, senilen, seniler, der senilen
γεροντικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sénile, gâteux, senile, séniles
γεροντικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senile, senili, rimbambito
γεροντικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
senil, senis, senile
γεροντικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seniel, seniele, senile, kinds, van seniele
γεροντικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дряхлый, старческий, стариковский, старческого, старческое, старческая, старческой
γεροντικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
senil, senile
γεροντικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
senil, senile, senila, senilt
γεροντικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höperö, vanhuuden, seniili, vanhusmainen, seniilin, vanhuusiän, senile
γεροντικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
senil, senile, af senil, præsenil
γεροντικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stařecký, senilní, senile, stařecké, stařecká, senilního
γεροντικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
starczy, starcze, starcza, starczą, starczej
γεροντικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aggkori, szenilis, időskori, öregkori, a szenilis
γεροντικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bunak, senil, yaşlılık, senile, yaşlılığa bağlı
γεροντικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
старечий
γεροντικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pleqërishte, pleqërie, senile
γεροντικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изкуфял, сенилен, старчески, сенилна, старческа
γεροντικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
старэчы
γεροντικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seniilne, seniilse, senile, seniilset, preseniilne
γεροντικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
starački, ishlapio, senilan, senilna, senilne, senilnu, senile
γεροντικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
senile, öldrunarvitglöp, elliglöp, vegna elliglapa, elliglapa
γεροντικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senatvinis, senatvinė, senatvinę, senile, nukaršęs
γεροντικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
senils, senile, vecs
γεροντικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сенилна, сенилен, сенилни, сенилниот, старечка
γεροντικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
senil, senilă, senile, senila, bătrân
γεροντικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
senilní, senilna, senilne, senilno, senilen, senile
γεροντικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
senilní, senilnej, senilná, senilnou, senilné, senilný