Λέξη: θαυμάζω
Σχετικές λέξεις: θαυμάζω
θαυμάζω αρχικοί χρόνοι, θαυμάζω αρχαία, θαυμάζω συνώνυμα, θαυμάζω στα αγγλικα, ονειροκρίτης θαυμάζω, θαυμάζω δὲ λακεδαιμονίους πάντων μάλιστα, θαυμάζω αγγλικά, θαυμάζω ετυμολογία, σε θαυμάζω, θαυμάζω την ελλάδα μας
Συνώνυμα: θαυμάζω
θαυμάζω, εκτιμώ, απορώ, αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, εκπλήττομαι
Μεταφράσεις: θαυμάζω
αγγλικά
admire
ισπανικά
admirar
γερμανικά
bewundern
γαλλικά
admirer, vénérer, admirent, admirez, admirons
ιταλικά
ammirare
πορτογαλικά
admirar
ολλανδικά
bewonderen
ρωσικά
восхититься, увлечься, преклониться, желать, прельщаться, ...
νορβηγικά
beundre
σουηδικά
beundra, beundrar, att beundra
φινλανδικά
ihailla
δανικά
beundre
τσεχικά
obdivovat
πολωνικά
podziwiać, uwielbiać
ουγγρικά
csodál, csodálom, csodálja, csodálni, megcsodálják
τούρκικα
hayran, hayranım, takdir, hayranlıkla, hayranlık
ουκρανικά
бажати, захопитися, захоплюватись, захопіться
αλβανικά
admiroj
βουλγαρικά
уважавам, възхищаваме, се възхищаваме, възхищавам, се възхищавам
λευκορωσικά
захапляцца
εσθονικά
imetlema, imetleda, imetlen, imetleme, imetlevad
κροατικά
eliti, željeti, doživjeti, obožavati
ισλανδικά
dást, dá
λατινικά
miror, admiror
λιθουανικά
žavėtis
λετονικά
apbrīnot
σλαβομακεδονικά
восхитувам, се восхитувам, восхитуваат, му се восхитуваат, восхитувам на
ρουμανικά
admira
σλοβενικά
rád
σλοβακικά
želať