Мярка στα ελληνικά
Μετάφραση: мярка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμή, αναλογία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мътилка στα ελληνικά - βόρβορος, γλίτσα, λάσπη, ιλύος, λάσπης, ιλύς, ιλύ
- мъчение στα ελληνικά - βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
- мяу στα ελληνικά - νιαουρίζω, miaou
- на στα ελληνικά - πάνω, σε, του, από, της, των
Τυχαίες λέξεις
Мярка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμή, αναλογία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: τιμή, αναλογία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν