Λέξη: γλυπτό
Σχετικές λέξεις: γλυπτό
γλυπτό δεθ, γλυπτό corten, γλυπτό δρομέας, γλυπτό πρωτοψάλτη, γλυπτό του ροντέν, γλυπτό «κρύπτος» cia, γλυπτό «κρύπτος», γλυπτό στίχοι, γλυπτό λαοκοοντα, γλυπτό ομπρέλεσ
Συνώνυμα: γλυπτό
γλυπτική
Μεταφράσεις: γλυπτό
γλυπτό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sculpture, sculpted, sculpture of, sculptural, sculptured
γλυπτό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entalladura, esculpir, escultura, la escultura, escultura de, esculturas
γλυπτό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meißeln, skulptur, plastik, bildhauerei, Skulptur, Bildhauerei, Plastik, Skulpturen
γλυπτό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sculpture, statuaire, graver, sculpter, la sculpture, sculptures, de sculpture
γλυπτό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scolpire, scultura, la scultura, sculture, scultura in, scultura di
γλυπτό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esculpir, escultura, barulho, sculpture, escultura de, esculturas, a escultura
γλυπτό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uithakken, beeldhouwwerk, uithouwen, beeldhouwen, beeldhouwkunst, sculptuur, beeld
γλυπτό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вылепить, скульптура, скульптор, ваяние, изваять, инкрустация, изваяние, лепить, ваять, скульптуры, скульптуру, скульптурой, скульптуре
γλυπτό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skulptur, skulpturen, skulpturer, sculpture
γλυπτό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skulptur, skulptera, skulpturen, skulpturer
γλυπτό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veistos, kuvanveisto, muovata, sculpture, veistoksen, veistoksia
γλυπτό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skulptur, skulpturen, skulpturer, sculpture
γλυπτό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rýt, vytesávat, sochařství, vyřezávat, socha, plastika, sochy, skulptura
γλυπτό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykuwać, rzeźbić, relief, rzeźba, rzeźbiarstwo, rzeźby, sculpture
γλυπτό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobrászat, szobor, szobrot, szobra, szobrok
γλυπτό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heykeltıraşlık, heykel, Sculpture, heykeli, heykelleri, heykeller
γλυπτό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптура, скульптурний, інкрустація, скульптуру
γλυπτό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skulpturë, skulptura, skulpturës, skulpturë e, skulpturë të
γλυπτό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скулптура, скулптурата, пластика, скулптури
γλυπτό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скульптура
γλυπτό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujundama, skulptuur, skulptuuri, skulptuuris, skulptuuride, sculpture
γλυπτό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kip, skulptura, kiparstvo, skulpture, skulpturu
γλυπτό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skúlptúr, höggmynd, höggmyndalist, Skúlptúrinn, Verkið
γλυπτό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skulptūra, skulptūros, skulptūrų, skulptūrą
γλυπτό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tēlniecība, skulptūra, skulptūru, skulptūras, tēlniecības
γλυπτό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вајарство, скулптура, скулптурата, пластика, скулптури, Вајарство
γλυπτό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sculptură, sculptura, sculpturii, sculpturi, de sculptură
γλυπτό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skulptura, plastika, kiparstvo, sculpture, kip, skulpturo
γλυπτό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plastika, socha, sochárstvo, sochárstva, sochárstve, sochy
Στατιστικά δημοτικότητας: γλυπτό
Τυχαίες λέξεις