Λέξη: γλυκός
Σχετικές λέξεις: γλυκός
γλυκός γενάρης, γλυκός παραθετικά, γλυκός συνώνυμα, γλυκός χαλκίδα, γλυκός νοέμβρης, γλυκός μπελάς, γλυκός μπελάς imdb, γλυκός γλυκιά γλυκό, γλυκός πειρασμός, γλυκός τραχανάς
Συνώνυμα: γλυκός
βαλσαμώδης, γλυκύς
Μεταφράσεις: γλυκός
γλυκός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sweet, balmy, a sweet
γλυκός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confite, dulce, postre, dulces, sweet, dulce de, suave
γλυκός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
engelhaft, nachtisch, nachspeise, herzig, dessert, mild, süßwarenindustrie, süßigkeit, verrückt, süß, doof, süßen, süße, süßes, süßer
γλυκός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mou, avenant, fin, amiable, charmant, dessert, gentil, agréable, farfelu, angélique, balayures, stupide, délicat, tendre, doux, bonbon, sucré, douce, sucrée, sweet
γλυκός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dolce, caramella, dolci, sweet, soave, amabile
γλυκός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ameno, varredura, sobremesa, suave, doce, meigo, doces
γλυκός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oppassend, toetje, zacht, nagerecht, zachtheid, dessert, suikerbakkerij, zoet, dom, zoete, lief, lieve, sweet
γλυκός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бальзамический, целительный, свежий, ароматный, конфета, успокоительный, милый, ароматический, миловидный, сладкий, сладкозвучный, приятный, благоуханный, десерт, неиспорченный, пресный, сладкое, сладко, сладкая, милая
γλυκός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dessert, blid, søt, yndig, søte, søtt
γλυκός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karamell, söt, ljuv, söta, sött, sweet, sötsak
γλυκός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
makea, toope, armas, siro, mieto, leuto, pöljä, imelyys, lauha, hupsu, sorea, enkelimäinen, sweet, suloinen, makeita, makeat
γλυκός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sød, kær, liflig, dessert, søde, sweet, sødt
γλυκός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příjemný, moučník, roztomilý, balzamický, lahodný, vlídný, milý, miláček, jemný, balzámový, líbezný, dobrý, něžný, bonbón, sladký, zákusek, sladké, sweetm, sladká, sweet
γλυκός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
delikatny, słodkie, melodyjny, słodki, legumina, chwytliwy, błogi, kojący, landrynkowy, balsamowy, cukierek, uroczy, miły, słodko, słodka
γλυκός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
savmentes, desszert, balzsamos, andalító, édes, kedves, az édes
γλυκός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hoş, tatlı, sweet, tatlı bir, güzel
γλυκός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ароматний, цукерка, солодкий, запашний, приємний, духмяний, бальзамічний, пахучий, сладкий, солодка
γλυκός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ëmbël, ëmbëlsirë, i ëmbël, e ëmbël, të ëmbël, sweet
γλυκός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
десерт, сладкия, сладък, сладко, сладка, сладки, сладката
γλυκός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
салодкі
γλυκός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silitav, värske, mahe, maiustus, napakas, magus, sweet, magusa, armas, magusat
γλυκός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mek, mekan, ugodan, slatkiš, milina, ljekovit, mirisan, slatkost, sladak, slatko, mirisav, nježan, slatka, slatki, slatke
γλυκός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sætur, sæt, sætt, Sweet, ljúft
γλυκός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
suavis, dulcis
γλυκός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
desertas, malonus, saldus, saldaus, saldžiųjų, saldūs
γλυκός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
salds, patīkams, deserts, salda, saldu, saldais, saldie
γλυκός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слатка, слатко, слатки, сладок, слатката
γλυκός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
desert, dulce, dulci, sweet, de dulce
γλυκός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bonbón, sladek, sladko, sweet, sladka, sladki
γλυκός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tisíci, bonbón, sladký, milova, merný, sladké
Στατιστικά δημοτικότητας: γλυκός
Τυχαίες λέξεις