Напояване στα ελληνικά
Μετάφραση: напояване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- нападение στα ελληνικά - επιθετικότητα, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- напитка στα ελληνικά - ποτό, πόσιμος, πίνω, ποτα, ποτών, ποτού, ροφήματος
- направление στα ελληνικά - κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
- нараняване στα ελληνικά - βλάβη, βλάπτω, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Τυχαίες λέξεις
Напояване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Μεταφράσεις: άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά