Λέξη: βουλιμία

Σχετικές λέξεις: βουλιμία

βουλιμία τεστ, βουλιμία ετυμολογία, βουλιμία συνώνυμο, βουλιμία τι είναι, βουλιμία ξανακερδίστε τον έλεγχο, βουλιμία βικιπαίδεια, βουλιμία συνέπειες, βουλιμία θεραπεία, βουλιμία αντιμετώπιση, βουλιμία συμπτώματα

Μεταφράσεις: βουλιμία

βουλιμία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
greed, bulimia, nervosa, bulimia nervosa, cravings

βουλιμία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avidez, avaricia, codicia, rapacidad, bulimia, la bulimia, de la bulimia

βουλιμία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gier, habgier, geiz, raffgier, Bulimie, Bulimia, Heißhunger

βουλιμία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cupidité, convoitise, gloutonnerie, avarice, voracité, rapacité, avidité, soif, insatiabilité, affamé, boulimie, la boulimie, de boulimie, Bulimia, de la boulimie

βουλιμία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cupidigia, avidità, avarizia, bramosia, Bulimia, La bulimia, di bulimia

βουλιμία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Bulimia, da bulimia, A bulimia, de bulimia

βουλιμία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schraperigheid, gierigheid, inhaligheid, vrekkigheid, boulimia, boulimie, bulimia, boulimie van, De Boulimie

βουλιμία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корыстолюбие, ненасытность, алчность, корысть, жадность, булимия, булимии, Bulimia, Булимией

βουλιμία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjerrighet, bulimi, bulimia

βουλιμία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snikenhet, Bulimia, Bulimi, bulimia nervosa

βουλιμία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahneus, Bulimia, bulimian, bulimiaa, bulimiasta, bulimiaan

βουλιμία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
griskhed, grådighed, Bulimi, bulimia

βουλιμία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žravost, lakota, hrabivost, hltavost, chtivý, lačnost, chtivost, chamtivost, nenasytnost, bulimie, Mentální, bulimia, bulimii, bulimií

βουλιμία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachłanność, łakomstwo, chciwość, żądza, Bulimia, bulimii, bulimię, żarłoczność, bulimią

βουλιμία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénzvágy, sóvárgás, kapzsiság, sóvárság, bulimia, a bulimia, bulímia, buiimia, bulimiához

βουλιμία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırs, bulimia, bulimiya, bulimi

βουλιμία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жадібність, булімія, булимия

βουλιμία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Bulimia, bulimisë, i bulimisë

βουλιμία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
булимия, Булимията, Bulimia, и булимия, неврогенна

βουλιμία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
булімія

βουλιμία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aplus, buliimia, Bulimia, Söömishäire bulimia, buliimiat

βουλιμία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
požudnost, pohlepa, bulimija, bulimije, bulimia, bulimiju, bulimijska

βουλιμία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
græðgi, ágirnd, lotugræðgi, matgræðgi, bulimia, lotugræögi

βουλιμία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cupiditas, avaritia

βουλιμία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
godumas, gobšumas, bulimija, Nervinė, bulimijos, bulimijai, bulimia

βουλιμία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mantkārība, mantrausība, rijība, skopums, bulīmija, Bulimia, bulīmiju, bulīmijas, neirogēnā

βουλιμία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
булимија, Булимијата, од булимија, се булимија

βουλιμία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avariţie, Bulimia, bulimie, bulimiei

βουλιμία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bulimija, bulimije, bulimijo, bulimia, nervozna

βουλιμία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hltavosť, hrabivosť, bulímia, bulímie, Bulimie, bulimia
Τυχαίες λέξεις