Приключение στα ελληνικά

Μετάφραση: приключение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure
Приключение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • приклад στα ελληνικά - κουτουλώ, στοκ, μετοχή, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων
  • приключвам στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
  • прикрепения στα ελληνικά - συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
  • прилив στα ελληνικά - βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Τυχαίες λέξεις
Приключение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure