Λέξη: ενώ

Σχετικές λέξεις: ενώ

ενώ σύνδεσμος, ενώ σφύριζε το τραίνο, ενώ αγγλικά, ενώ εσύ κοιμάσαι στα 35.000 πόδια στην καμπίνα του πιλότου γίνεται ... της τρελής, ενώ εσύ κοιμόσουν, ενώ εσύ κοιμόσουν ταινια, ενώ σφύριζε το τραίνο 1961, ενώ συνώνυμα

Συνώνυμα: ενώ

καθ' όν χρόνον, μολονότι, ενίοτε

Μεταφράσεις: ενώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
while, whereas, whilst, and, with
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tiempo, mientras, ínterin, rato, durante, mientras que
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahrend, zeitspanne, weile, indes, während, beim, während der, während die
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
temps, quand, durant, lorsque, instant, heure, tandis que, alors que, tout, tout en, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tempo, mentre, momento, durante, pur, durante la
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
durante, quando, qual, tempo, enquanto, enquanto que
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terwijl, gedurende, staande, tijdens, tijdens het, maar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покуда, пока, долго, в то время как, то время, то время как, время, в то время
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mens, stund, mens du, så lenge, samtidig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stund, medan, samtidigt, samtidigt som, när, under
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tovi, aika, taas, kotva, kun taas, vaikka, kun, samalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tid, mens, samtidig, samtidig med, under
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
když, čas, zatímco, zároveň, a zároveň
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wprawdzie, ile, podczas, podczas gdy, natomiast, chociaż
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
noha, mialatt, fáradozás, míg, miközben, közben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müddet, süre, iken, ise, sırasında, ederken
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліберальний, в, у, до, на
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërsa, ndërkohë, ndërkohë që, derisa
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
докато, а, време, същевременно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагода, у той, ў той
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mahv, tuuleviirg, kuigi, kui, samas, samal ajal, ajal
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dokle, časak, a, dok, probaviti, dok je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðan, en, á meðan, þegar, meðan að
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
o, nors, tuo tarpu, kol
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kamēr, bet, vienlaikus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
а, додека, време, при
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în timp ce, timp ce, în timp, in timp ce, in timp
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
med, medtem, medtem ko je, medtem ko, medtem ko se, hkrati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
km, chvíle, zatiaľ čo, kým, pričom, hoci, keď

Στατιστικά δημοτικότητας: ενώ

Τυχαίες λέξεις