Λέξη: κατάδυση

Σχετικές λέξεις: κατάδυση

κατάδυση ορισμός, κατάδυση στο μέλλον του ελληνικού φασισμού, κατάδυση βόλος, κατάδυση με αναπνευστήρα (snorkelling), κατάδυση του τιμίου σταυρού, κατάδυση αθήνα, κατάδυση στη γεύση, κατάδυση προσφορά, κατάδυση στη λίμνη βουλιαγμένης, κατάδυση με μπουκάλα

Συνώνυμα: κατάδυση

βουτιά, καταγώγιο, βύθιση, καταβύθιση

Μεταφράσεις: κατάδυση

κατάδυση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diving, dive, plunge, scuba diving, immersion

κατάδυση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmersión, zambullida, bucear, buceo, de buceo

κατάδυση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tauchend, tauchen, Sturzflug, Sprung, Tauch, Tauchgang

κατάδυση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plongée, plongement, plongeant, plongeon, plonger, piqué, de plongée

κατάδυση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immersione, tuffo, dive, di immersione, immergersi

κατάδυση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mergulho, de mergulho, dive, mergulhar, do mergulho

κατάδυση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duiken, duik, Dive

κατάδυση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
погружение, погружения, дайв, нырять, погружений

κατάδυση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dykk, dykke, dykket, dive

κατάδυση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Dyk, dyka, dyket, dykning, dive

κατάδυση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukellus, pulahdus, sukelluksen, heittäytyvän, sukeltaa, dive

κατάδυση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dykke, dive, dyk, dykker, dykning

κατάδυση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potápění, skok, potápět, ponor, ponoru, robinzonáda

κατάδυση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nurkować, zanurzenie, nurkowania, nurkowanie, dive

κατάδυση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lemerülés, fejest ugrik, merülés, merülési, merülést, búvár

κατάδυση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dalış, Dive, bir dalış, pike

κατάδυση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пірнання, занурення

κατάδυση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pikiatë, zhytem, bie në pikiatë, zhytje, zhytet

κατάδυση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гмуркане, потопите, за гмуркане, гмуркането, се потопите

κατάδυση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апусканне, паглыбленьне, пагружэнне, пагружэньне, пранікненне

κατάδυση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sukeldumine, vettehüpped, sukelduma, Dive, sukelduda, veealuste, sukeldumise

κατάδυση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ronjenje, ronilački, ronilačkog, roniti, zaron, uron

κατάδυση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafa, Dive

κατάδυση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nėrimas, nardyti, pasinerti, Dive, nardymo

κατάδυση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nirt, dive, niršanas, pikējošais, niršana

κατάδυση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нуркаат, нурне, се нурне, нуркање, нурне во

κατάδυση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scufunda, arunca cu capul, se arunca cu capul, dive, de scufundări

κατάδυση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dive, potop, potopa, potapljanje, potopite

κατάδυση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poťapení, skok

Στατιστικά δημοτικότητας: κατάδυση

Τυχαίες λέξεις