Проучване στα ελληνικά
Μετάφραση: проучване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης
![Проучване στα ελληνικά Проучване στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-bg-gr-3055.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- протокол στα ελληνικά - πρωτόκολλο, πρωτοκόλλου, το πρωτόκολλο, πρωτόκολλο που, του πρωτοκόλλου
- прототип στα ελληνικά - πρωτότυπο, πρότυπο, πρωτοτύπου, πρωτοτύπων, πρωτότυπου
- профанация στα ελληνικά - βεβήλωση, βεβήλωσης, βεβήλωση αυτών
- професия στα ελληνικά - επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Τυχαίες λέξεις
Проучване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης
Μεταφράσεις: εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης