Проучване στα ελληνικά

Μετάφραση: проучване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης
Проучване στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • протокол στα ελληνικά - πρωτόκολλο, πρωτοκόλλου, το πρωτόκολλο, πρωτόκολλο που, του πρωτοκόλλου
  • прототип στα ελληνικά - πρωτότυπο, πρότυπο, πρωτοτύπου, πρωτοτύπων, πρωτότυπου
  • профанация στα ελληνικά - βεβήλωση, βεβήλωσης, βεβήλωση αυτών
  • професия στα ελληνικά - επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Τυχαίες λέξεις
Проучване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης