Λέξη: οικονομολογία
Συνώνυμα: οικονομολογία
οικονομικά, οικονομολογικά
Μεταφράσεις: οικονομολογία
οικονομολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
economics
οικονομολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ciencias económicas, economía, la economía, economía de, económicos
οικονομολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirtschaftslehre, wirtschaftswissenschaft, volkswirtschaftslehre, Wirtschaft, Volkswirtschaftslehre, Wirtschaftlichkeit, Ökonomie, Volkswirtschaft
οικονομολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
économie, économique, l'économie, économiques, sciences économiques
οικονομολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economia, Economics, dell'economia, l'economia, economico
οικονομολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
economia, a economia, da economia, econômica, de economia
οικονομολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
economie, Economics, economische, de economie, Economische Wetenschappen
οικονομολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экономика, экономики, экономике
οικονομολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
økonomi, Economics, økonomisk, økonomien
οικονομολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ekonomi, Ekonomien, nationalekonomi, Economics
οικονομολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansantalous, taloustiede, kansantaloustiede, Economics, taloustieteen, Kansantaloustiede, Kansantaloustieteen
οικονομολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
økonomi, Economics, Økonomisk, økonomiske, økonomien
οικονομολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, ekonomie, ekonomiky, Economics, hospodářství
οικονομολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekonomia, ekonomika, gospodarka, ekonomii, ekonomiczne
οικονομολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közgazdaságtan, Gazdaságtudományi, Economics, közgazdasági, Közgazdaságtudományi
οικονομολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekonomi bilimi, ekonomi, ekonomisi, iktisat, Economics
οικονομολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
економіка
οικονομολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekonomi, ekonomia, ekonomisë, ekonominë, i ekonomisë
οικονομολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
икономика, икономиката, Икономически, Economics, на икономиката
οικονομολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эканоміка, эканоміцы, Палітыка
οικονομολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ökonoomika, majandusteadus, majanduse, Economics, majandus, majandust
οικονομολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, ekonomija, ekonomije, ekonomiju, ekonomiji
οικονομολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagfræði, Economics, efnahagslíf, í hagfræði, efnahagsmál
οικονομολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, ekonomikos, ekonomiką, economics, ūkio ekonomika
οικονομολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, ekonomikas, ekonomiku, Economics, ekonomikā
οικονομολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
економија, економијата, Економскиот, Економски, водство
οικονομολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
economie, economice, economiei, economia, economic
οικονομολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, ekonomija, ekonomije, ekonomike, ekonomiko
οικονομολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, hospodárstvo, hospodárstva, ekonomiky
Τυχαίες λέξεις