Пушене στα ελληνικά
Μετάφραση: пушене, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, καπνός, καπνοί, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε
Μεταφράσεις
- путка στα ελληνικά - ψιψίνα, σχισμή, αρπάζω, μουνί, μουνάκι, το μουνί, γάτα, ...
- пух στα ελληνικά - κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- пушка στα ελληνικά - κανόνι, όπλο, πιστόλι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
- пчеларство στα ελληνικά - μελισσοκομία, μελισσοκομίας, της μελισσοκομίας, τη μελισσοκομία, μελισσοκομικών
Τυχαίες λέξεις
Пушене στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνός, καπνοί, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνός, καπνοί, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε