Λέξη: αντίσταση

Σχετικές λέξεις: αντίσταση

αντίσταση πυκνωτή, αντίσταση θερμοσίφωνα, αντίσταση πολιτών δυτικής ελλάδας, αντίσταση στις γειτονιές, αντίσταση στην ινσουλίνη, αντίσταση τώρα, αντίσταση στην ινσουλίνη διατροφή, αντίσταση του αέρα, αντίσταση με τους πολίτες του χαλανδρίου, αντίσταση με τους πολίτες χαλανδρίου

Συνώνυμα: αντίσταση

άρνηση, συσκευή ηλεκτρικής αντιστάσεως, αντιπολίτευση, αντίθεση, εναντίωση, αντοχή

Μεταφράσεις: αντίσταση

αντίσταση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resistance, resistor, impedance, opposition, resistance of

αντίσταση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resistencia, inmunidad, la resistencia, resistencia a, de resistencia, resistencia al

αντίσταση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
widerstand, opposition, impedanz, immunität, Widerstand, Beständigkeit, Resistenz

αντίσταση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résistance, immunité, contradiction, solidité, opposition, impédance, la résistance, résistance à, une résistance, de résistance

αντίσταση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
opposizione, resistenza, la resistenza, di resistenza, resistenza di, resistenza al

αντίσταση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resistir, oposição, imunidade, resistência, resistência à, a resistência, de resistência, resistência ao

αντίσταση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegenkanting, verzet, oppositie, tegenstand, tegenweer, onvatbaarheid, immuniteit, weerstand, resistentie, weerstand tegen

αντίσταση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
иммунитет, реостат, нонконформизм, сопротивление, противоборство, сопротивляемость, противодействие, сопротивления, устойчивость, стойкость, сопротивлением

αντίσταση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
immunitet, motstand, resistens, motstanden, motstands

αντίσταση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
motstånd, resistens, resistans, motståndet

αντίσταση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
immuniteetti, koskemattomuus, vastaanpano, vastustuskyky, vastustus, vastakkaisuus, vastus, vastarinta, kestävyys, resistenssin, resistanssi

αντίσταση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
impedans, modstand, resistens, modstandsdygtighed, modstanden, resistens over

αντίσταση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odboj, stálost, impedance, pevnost, opozice, odpor, imunita, odolnost, odporu, odolnost proti, rezistence

αντίσταση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oporność, opozycyjność, rezystancja, opornica, sprzeciw, opór, odporność, opornik, odpór, wytrzymałość, odporność na

αντίσταση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenállás, rezisztencia, ellenállást, ellenállása, ellenállását

αντίσταση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağışıklık, muhalefet, dokunulmazlık, direnç, direnci, dayanımı, direniş, dayanıklılık

αντίσταση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
протистояти, перешкоджати, відбивати, опиратися, опір, спротив

αντίσταση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qëndresë, rezistencë, rezistenca, rezistencës, rezistenca e

αντίσταση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имунитет, съпротивление, устойчивост, съпротива, резистентност, устойчивост на

αντίσταση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супраціў, супраціўленне

αντίσταση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
takisti, vastupanu, resistentsus, resistentsuse, vastupidavus, resistentsust

αντίσταση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otpornosti, izdržljivost, rezistencija, rezistentnost, otpornost, otpor, otpora, otpornost na

αντίσταση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðnám, mótstöðu, ónæmi, mótspyrna, andstöðu

αντίσταση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsparumas, varža, atsparumo, pasipriešinimas, atsparumą

αντίσταση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rezistors, pretestība, rezistence, pretestības, izturība, pretestību

αντίσταση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отпорност, отпор, отпорот, отпорноста, отпорност на

αντίσταση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezistenţă, rezistor, imunitate, rezistență, rezistenta, rezistenței, de rezistență, rezistenta la

αντίσταση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odboj, odpor, odpornost, upornost, upor, odpornost na, odpornost proti

αντίσταση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odboj, odpor, odporový, odporu

Στατιστικά δημοτικότητας: αντίσταση

Τυχαίες λέξεις