Λέξη: οικονομία
Σχετικές λέξεις: οικονομία
οικονομία ελλάδα, οικονομία ετυμολογία, οικονομία καυσίμου, οικονομία της ελλάδας, οικονομία κεντροαφρικανική δημοκρατία, οικονομία ελλάδας, οικονομία και τεχνολογία, οικονομία κλίμακος, οικονομία στο σπίτι, οικονομία της γνώσης, ελληνική οικονομία, πολιτική οικονομία, κοινωνική οικονομία
Συνώνυμα: οικονομία
σωτηρία, οικονόμος, λιτότης, λιτότητα, αποταμίευση, οικονομίες, διαχείρηση, φειδώ, γεωργία, φιλαργυρία, φειδωλότης, πρόνοια
Μεταφράσεις: οικονομία
οικονομία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saving, economy, savings, the economy, economy is
οικονομία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
economía, ahorro, la economía, economía de, económica
οικονομία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ersparnis, preisvorteil, erlösung, gesichert, sichernd, speichern, kapierend, Wirtschaft, Wirtschafts, Ökonomie, Volkswirtschaft
οικονομία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épargnant, économie, épargne, libération, sauvetage, stocker, salutaire, délivrance, salut, sauvant, l'économie, économique, économie de
οικονομία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risparmio, economia, dell'economia, un'economia, nell'economia, all'economia
οικονομία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poupanças, economia, economia de, a economia
οικονομία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besparing, economie, zuinigheid, economische, economie van, de economie
οικονομία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экономный, спасительный, спасающий, бережливый, экономика, экономики, экономике, хозяйство
οικονομία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sparing, økonomi, økonomien, Økonomi Økonomi, Economy
οικονομία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besparing, ekonomi, ekonomin, ekonomins, ekonomiska
οικονομία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säästäväinen, säästö, varjeleminen, varjelu, pelastava, talous, talouden, talouteen, taloudesta, taloutta
οικονομία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
økonomi, økonomien, økonomiske, økonomis
οικονομία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záchrana, šetření, zachraňování, úspora, spásný, spoření, hospodářství, ekonomika, ekonomiky, ekonomiku, ekonomikou
οικονομία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbawczy, oszczędny, zbawienny, gospodarka, ekonomia, gospodarki, Economy, gospodarce
οικονομία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtakarítás, gazdaság, Economy, gazdaságban, gazdaságra, gazdaságot
οικονομία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekonomi, ekonomisi, ekonomisinin, ekonominin, ekonomik
οικονομία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порятунок, економіка
οικονομία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekonomi, ekonomia, ekonomisë, ekonomia e, ekonominë
οικονομία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спестяване, икономика, икономиката, икономиката на, икономия
οικονομία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эканоміка, эканоміцы, Палітыка
οικονομία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päästmine, kokkuhoid, päästev, majandus, majanduse, majandusele, majanduses, majandust
οικονομία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuvaran, spašavanja, štednja, čuvarnost, ušteda, ekonomija, gospodarstvo, gospodarstva, ekonomije, gospodarstvu
οικονομία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagkerfi, hagkerfið, hagkerfinu, efnahagslífið, efnahag
οικονομία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekonomika, ekonomikos, ekonomikai, ekonomiką, ūkis
οικονομία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekonomija, ekonomika, ekonomikas, ekonomiku, ekonomikai
οικονομία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
економија, економијата, стопанството, стопанство
οικονομία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
economie, economiei, economia, economii, economie de
οικονομία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gospodarstvo, ekonomija, gospodarstva, gospodarstvu
οικονομία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsporný, hospodárstvo, hospodárstva, hospodárstve, ekonomiky, farmy
Στατιστικά δημοτικότητας: οικονομία
Τυχαίες λέξεις