Секвестиране στα ελληνικά
Μετάφραση: секвестиране, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίταξη, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σπασμός, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, δέσμευσης του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- сезон στα ελληνικά - νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
- сека στα ελληνικά - κόψιμο, κοπή, κόβω, λαξεύω, πελεκώ, HEW, της HEW, ...
- секретност στα ελληνικά - μυστικότητα, εχεμύθεια, απόρρητο, απορρήτου, μυστικότητας, απόρρητου
- сексология στα ελληνικά - σεξολογία, σεξολογίας, της σεξολογίας, sexology, σεξολόγους
Τυχαίες λέξεις
Секвестиране στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίταξη, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σπασμός, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, δέσμευσης του
Μεταφράσεις: επίταξη, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σπασμός, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, δέσμευσης του