Λέξη: επιμένω
Σχετικές λέξεις: επιμένω
επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο, επιμένω κυριαζής στίχοι, επιμένω - χρήστος κυριαζής, επιμένω συνώνυμο, επιμένω ελληνικά, επιμένω δράμα, επιμένω επιμένω η ζωή μου μισή, επιμένω κυριαζής, επιμένω συνώνυμα, επιμένω προστακτική
Συνώνυμα: επιμένω
παίζω άρπα, εξακολουθώ, εγκαρτερώ, εμμένω
Μεταφράσεις: επιμένω
επιμένω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insist, linger, insist on, persist, I insist, I would insist
επιμένω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empeñarse, tardar, instar, insistir, insistir en, insistiendo, insisten, insista
επιμένω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beharren, insistieren, bestehen, darauf bestehen, zu bestehen
επιμένω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aheurter, persister, requérir, retarder, aheurtent, temporiser, aheurtons, insistons, insister, lambiner, insistez, hésiter, s'obstiner, exiger, barguigner, réclamer, insister pour, insiste, insistent
επιμένω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indugiare, insistere, insistono, insisterà, insistere sul fatto, esigere
επιμένω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insinuar, insistir, insinue, insistem, insiste, insistimos, insisto
επιμένω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandringen, dringen, erop, eisen, erop aandringen
επιμένω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запаздывать, помедлить, настаивать, затягиваться, задержаться, протянуться, мешкать, медлить, засиживаться, промедлить, замешкаться, твердить, опаздывать, задерживаться, утверждать, тянуться, настоять, настаивают на, настаивать на том
επιμένω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
insistere, insisterer, insistere på, insisterer på
επιμένω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yrka, insistera, insisterar, kräva, insistera på, insisterar på
επιμένω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viivytellä, inttää, aikailla, norkoilla, kuhnailla, penätä, kuhnia, vaatia, kiinni, vaadittava, vaatimaan, vaativat
επιμένω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
insistere, insisterer, insistere på, kræve
επιμένω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naléhat, meškat, otálet, vyžadovat, trvat, váhat, trvat na tom, trvají, trvají na tom
επιμένω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nalegać, zasiedzieć, domagać, obstawać, zwlekać, pokutować, upierać, ociągać, marudzić, upierać się, domagać się, podkreślać
επιμένω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitart, ragaszkodnak, ragaszkodjon, ragaszkodunk, ragaszkodnak ahhoz
επιμένω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ısrar, ısrar ediyorlar, ısrarcı, ısrar ediyor, ısrarlı
επιμένω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прісно, верес, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо
επιμένω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
insistoj, këmbëngul, insistojnë, këmbëngulin, këmbëngulë
επιμένω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
настоявам, настояват, настоява, настояваме
επιμένω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настойваць
επιμένω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõudma, nõuda, nõuavad
επιμένω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
insistirati, otezati, nastojati, zadržavaju, oklijevati, inzistirati, inzistiraju, insistiraju, inzistirati na tome
επιμένω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimta, krefjast þess, krefjast, krefjumst, krefjast þess að
επιμένω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
moror
επιμένω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
primygtinai reikalauti, reikalauti, primygtinai
επιμένω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastāvēt, uzstāt, jāuzstāj, neatlaidīgi
επιμένω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инсистираат, инсистираме, инсистираат на тоа, инсистира, инсистираат на
επιμένω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insista, insiste, insistă, insistăm, insist
επιμένω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vztrajamo, vztrajajo, vztrajati, vztrajala
επιμένω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naliehať, trvať, trva, trvá, trvat
Τυχαίες λέξεις