Αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αιχμαλωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
секвестиране, улавяне, улавянето, за улавяне, улавяне на, заснемане
Αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμαλωτίζω

αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αιχμή στα βουλγαρικά - бакшиш, точка, връх, пик, пикова, върхова, пиковата
  • αιχμαλωσία στα βουλγαρικά - секвестиране, плен, затворени помещения, пленничество, от плен
  • αιχμηρός στα βουλγαρικά - упорит, покрит с шипове, стърчаща, острите, заострен
  • αιωνιότητα στα βουλγαρικά - вечности, вечност, вечността, цяла вечност, завинаги
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: секвестиране, улавяне, улавянето, за улавяне, улавяне на, заснемане