Стол στα ελληνικά
Μετάφραση: стол, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραπέζι, πίνακας, έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- сто στα ελληνικά - εκατόν, εκατό, εκατοντάδες, εκατοντάδων, διακόσια
- стойка στα ελληνικά - ράφι, μέγγενη, σχάρα, βασανιστήριο, στάση, σταθεί, ηρεμία, ...
- столетие στα ελληνικά - αιώνας, αιώνα, αι
- столица στα ελληνικά - μητρόπολη, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Τυχαίες λέξεις
Стол στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραπέζι, πίνακας, έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Μεταφράσεις: τραπέζι, πίνακας, έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει