Λέξη: περιπλέκω

Σχετικές λέξεις: περιπλέκω

περιπλέκω συνώνυμα

Συνώνυμα: περιπλέκω

συνυφαίνω, ελίσσομαι, στρεβλώνω, στρίβω, διαστρέφω, στραμπουλίζω, μπερδεύω, εμπλέκω, συμπλέκω κλάδους, θέτω εις αμηχανίαν, θέτω εις απορίαν, ενοχλώ, προκαλώ σύγχιση, γοητεύω, βασανίζω, σαστίζω, ζαλίζω, καθιστώ μυστηριώδες, εμβάλλω εις αμηχανίαν, μπλέκω

Μεταφράσεις: περιπλέκω

περιπλέκω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
complicate, perplex, enmesh, embroil, bewilder, pleach

περιπλέκω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enmarañar, complicar, intrincar, dejar perplejo, perplejo, perplex, perplejos, perpleja

περιπλέκω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
komplizieren, kompliziere, verwirren, perplex, verdutzen, von perplex, verblüffen

περιπλέκω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compliquons, compliquer, enchevêtrer, embrouiller, mêler, compliquez, compliquent, embarrasser, dérouter, perplexe, perplex

περιπλέκω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
complicare, imbarazzare, Perplex, perplesso, perplessi, di Perplex

περιπλέκω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
complicar, perplexar, enlear, perplex, perplexo, perplexa

περιπλέκω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
compliceren, verwarren, Perplex, verwar, verlegen maken

περιπλέκω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усложнить, осложнять, усложнять, осложнить, Perplex

περιπλέκω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
komplisere, Perplex

περιπλέκω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
komplicera, perplex

περιπλέκω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raskauttaa, vaikeuttaa, mutkistaa, tarkentaa, saattaa ymmälle, hämmentää, perplex, ymmälle, monimutkaistaa

περιπλέκω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forvirre, forvirrer, perplekst

περιπλέκω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaplést, splést, komplikovat, poplést, Perplex, uvést do rozpaků, zmást

περιπλέκω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gmatwać, wikłać, komplikować, skomplikować, pogmatwać, zdumieć, wprawiać w zakłopotanie, zmieszać, konfundować

περιπλέκω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megzavar, meghökkent, zavarba hoz, zavarba, a meghökkentésnek

περιπλέκω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karıştırmak, güçleştirmek, çapraşıklaştırmak, perplex, kafa karıştırmak, şaşırtmak

περιπλέκω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ускладніться, Perplex

περιπλέκω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërlikoj, hutoj, shastis

περιπλέκω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
утежнявам, усложнявам, обърквам, смущавам, забърквам

περιπλέκω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Perplex

περιπλέκω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
komplitseerima, kimbutama, Segaduse, hämmeldama, Võib ymmälle, kimbatusse viima

περιπλέκω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
složenost, zbuniti, zamrsiti, zaprepastiti, komplikovati, zapanjiti

περιπλέκω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
perplex

περιπλέκω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sugluminti, apstulbinti, Konfundować, Pogmatwać, Ambarasować

περιπλέκω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
samulsināt, sarežģīt

περιπλέκω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
збунува

περιπλέκω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
complica, complicat, încurca, dezorienta, ambarasa

περιπλέκω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zbuniti

περιπλέκω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komplikovať, popliesť, poplést, pomýliť
Τυχαίες λέξεις