Стон στα ελληνικά

Μετάφραση: стон, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Стон στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • столица στα ελληνικά - μητρόπολη, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
  • стомана στα ελληνικά - χάλυβας, ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
  • страдащия στα ελληνικά - ταλαιπωρία, πάσχουν, που πάσχουν, υποφέρουν, που υποφέρουν
  • страна στα ελληνικά - προσγειώνομαι, έδαφος, εξοχή, προσγειώνω, χώρα, πατρίδα, κράτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Стон στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό