Λέξη: ευτυχία

Σχετικές λέξεις: ευτυχία

ευτυχία παπαλουκά, ευτυχία παναγιώτου, ευτυχία παπαγιαννοπούλου, ευτυχία ιωσηφίδου, ευτυχία φράγκου, ευτυχία σίδερη, ευτυχία γιορτή, ευτυχία φαναριώτη, ευτυχία πενταράκη, ευτυχία γιακουμή, ευτυχία είναι

Συνώνυμα: ευτυχία

μώλωπας, βουρδουλιά, ευημερία, ξυλιά, ίχνος μαστιγώσεως, ράβδωση, τύχη, περιουσία, μοίρα, πλούτη, καλή τύχη

Μεταφράσεις: ευτυχία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
happiness, fortune
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suerte, fortuna, felicidad, caudal, ventura, dicha, la felicidad, alegría
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermögen, schicksaal, schicksal, glück, fröhlichkeit, Glück, Glücks, Freude, das Glück
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rencontre, contentement, opulence, raccroc, chance, richesse, bonheur, lot, destinée, félicité, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ventura, patrimonio, fortuna, felicità, la felicità, gioia, di felicità, letizia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sorte, ensejo, prazer, fortuna, amiudar, destino, felizmente, acaso, sina, felicidade, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fortuin, uitzicht, lot, kans, levenslot, geluk, fortuinlijkheid, bof, tref, het geluk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судьба, счастье, удел, удача, фортуна, рок, достаток, благополучие, участь, состояние, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formue, hell, lykke, flaks, glede, lykken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tur, förmögenhet, lycka, lyckan, glädje
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
onni, tuuri, onnetar, autuaallisuus, onnellisuus, lysti, rikkaus, kohtalo, suuromaisuus, omaisuus, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lykke, held, glæde, lykkelig, lykken
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jmění, štěstí, bohatství, radost, zdar, majetek, osud, náhoda, štětí, štěstím
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
błogostan, powodzenie, majętność, uszczęśliwienie, majątek, bogactwo, dorobek, traf, dola, los, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végzet, boldogság, boldogságot, a boldogság, boldogsága, a boldogságot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
servet, saadet, şans, mutluluk, mutluluğu, mutluluğun, happiness
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доля, удача, щастя, счастье
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lumturi, lumturia, lumturinë, lumturia e, lumturisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щастие, щастието, радост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, шчасце, счастье, шчасьце, шчасці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varandus, vedamine, õnn, õnne, rõõmu, õnnest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radost, sreća, bogatstvo, zadovoljstvo, sudbine, sreću, sreće, je sreća
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gleði, hamingja, hamingju, hamingjan, hamingjuna
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fortuna, sors
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laimė, sėkmė, palaima, laimės, laimę, happiness, džiaugsmas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veiksme, laime, laimi, laimes, prieks, happiness
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
среќа, среќата, радост, радоста
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avere, noroc, fericire, fericirea, fericirii, bucurie, de fericire
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sreča, veselost, radost, sreče, srečo, veselje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šťastie, šťastia, šťastiu, šťastí

Στατιστικά δημοτικότητας: ευτυχία

Τυχαίες λέξεις