Титул στα ελληνικά

Μετάφραση: титул, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίτλος, επικεφαλίδα, τίτλο, πρωταρχικούς, ονομαστικό
Титул στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • титан στα ελληνικά - τιτάνιο, τιτανίου, του τιτανίου, το τιτάνιο, από τιτάνιο
  • титла στα ελληνικά - τίτλος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
  • тиф στα ελληνικά - πυρετός, πυρετό, πανώλης, πανώλης των, πανώλη
  • тичам στα ελληνικά - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Τυχαίες λέξεις
Титул στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίτλος, επικεφαλίδα, τίτλο, πρωταρχικούς, ονομαστικό