Λέξη: συσπειρώνω
Σχετικές λέξεις: συσπειρώνω
συσπειρώνω σημασια
Συνώνυμα: συσπειρώνω
τυλίγω, περιτυλίσσομαι, συσπειρώμαι, περιτυλίσσω
Μεταφράσεις: συσπειρώνω
συσπειρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regroup, coil
συσπειρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reagrupar, bobina, bobina de, la bobina, serpentín, espiral
συσπειρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Spule, Wendel, Spulen, Schrauben
συσπειρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
regrouper, remembrer, bobine, enroulement, serpentin, la bobine, bobinage
συσπειρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bobina, bobina di, coil, della bobina, serpentina
συσπειρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bobina, serpentina, bobina de, da bobina, de bobina
συσπειρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spoel, spiraal, coil, rol, batterij
συσπειρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перегруппировать, перегруппировывать, катушка, катушки, катушку, катушкой, обмотка
συσπειρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiral, spole, pole, polen, kveil
συσπειρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spole, spolen, polen, pole, spiral
συσπειρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kela, kelan, käämin, coil, käämi
συσπειρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spole, spolen, coil, tændspole, spiral
συσπειρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přeskupit, cívka, cívky, cívku, coil, cívkou
συσπειρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przegrupować, przegrupowywać, cewka, zwój, cewki, coil, cewkę
συσπειρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tekercs, coil, tekercset, hőcserélő, tekercsben
συσπειρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bobin, bobini, rulo, coil, sargı
συσπειρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
котушка, катушка, котушки
συσπειρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spirale, spirales, Spiralja, spirale të, spirale e
συσπειρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бобина, намотка, серпентина, рулони, спирала
συσπειρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпулька, катушка
συσπειρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pool, coil, süütepool, spiraal, mähis
συσπειρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
namotaj, kalem, zavojnica, coil, svitka
συσπειρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spólu, rafspóla, Coil, rafspólu
συσπειρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ritė, coil, ritės, spiralė, gyvatukas
συσπειρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spole, coil, spoles, spoli, spirāle
συσπειρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
серпентина, калем, намотка, намотката, спирални
συσπειρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bobină, bobina, bobinei, bobine, coil
συσπειρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
coil, tuljava, tuljave, tuljavo, navitje
συσπειρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cievka, cívka, coil, cievky