Указател στα ελληνικά

Μετάφραση: указател, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλας, πίνακας, δείκτης, δείκτη, δείκτη του, δείκτης του, το δείκτη
Указател στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • указ στα ελληνικά - διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
  • указание στα ελληνικά - ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή
  • уклон στα ελληνικά - παρέκκλιση, απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις
  • уклончивия στα ελληνικά - ασύλληπτος, φευγαλέος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Указател στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλας, πίνακας, δείκτης, δείκτη, δείκτη του, δείκτης του, το δείκτη