Λέξη: δικαιοδοσία
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ετυμολογία, δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία δικαστηρίων, δικαιοδοσία ναυτοδικείου
Συνώνυμα: δικαιοδοσία
επαρχία, γνώση, ενημερότης, ενημερότητα, αρμοδιότητα
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jurisdiction, jurisdiction of, the jurisdiction, authority, competence
δικαιοδοσία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia
δικαιοδοσία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtsprechung, anordnungsbefugnis, gerichtsbarkeit, Zuständigkeit, Gerichtsbarkeit, Gerichtsstand, gerichtliche Zuständigkeit, die gerichtliche Zuständigkeit
δικαιοδοσία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
juridiction, attribution, compétence, jurisprudence, ressort, la compétence, compétent, la juridiction
δικαιοδοσία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurisdizione, competenza, competente, competenza giurisdizionale, competenze
δικαιοδοσία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurisdição, competência, competente, competência judiciária, competências
δικαιοδοσία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtsgebied, jurisdictie, rechtsbevoegdheid, bevoegdheid, rechtsmacht
δικαιοδοσία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
юрисдикция, компетенция, подсудность, юрисдикции, юрисдикцию, юрисдикцией
δικαιοδοσία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jurisdiksjon, jurisdiksjonen, domsmyndighet, myndighet, kompetanse
δικαιοδοσία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befogenhet, behörighet, jurisdiktion, behörig, domstols behörighet, behörighets
δικαιοδοσία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomiovalta, oikeudenkäyttö, oikeudenkäyttöalue, toimivalta, lainkäyttö, toimivaltaa, lainkäyttövaltaan, toimivallan, toimivaltaan
δικαιοδοσία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
δικαιοδοσία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kompetence, soudnictví, jurisdikce, příslušnost, pravomoc, příslušnosti, jurisdikci
δικαιοδοσία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
orzecznictwo, kompetencja, jurysdykcja, sądownictwo, jurysdykcji, właściwość, jurysdykcję
δικαιοδοσία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illetékesség, igazságszolgáltatás, törvénykezés, joghatósága, joghatóság, joghatósággal
δικαιοδοσία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yargı, yetki, yargı yetkisi, yetkisi, yetki alanı
δικαιοδοσία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
юристи, юрисдикція, юрисдикцію
δικαιοδοσία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jurisdiksion, juridiksioni, juridiksionit, juridiksion, juridiksionin
δικαιοδοσία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
юрисдикция, правосъдие, компетентност, компетентността, юрисдикцията
δικαιοδοσία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
юрысдыкцыя, юрысдыкцыі, юрысдыкцыю
δικαιοδοσία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pädevus, jurisdiktsioon, alluvusala, kohtualluvus, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse
δικαιοδοσία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadležnost, nadležnosti, nadležan, djelokrug, nadlezznosti
δικαιοδοσία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
δικαιοδοσία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jurisdikcija, jurisdikciją, jurisdikcijos, kompetencija, jurisdikcijai
δικαιοδοσία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jurisdikcija, jurisdikciju, kompetence, jurisdikcijā, piekritība
δικαιοδοσία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надлежност, јурисдикција, јурисдикцијата, надлежноста, јуриздикција
δικαιοδοσία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jurisdicţie, competență, competența, jurisdicția, jurisdicție, competența judiciară
δικαιοδοσία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pristojnost, jurisdikcija, jurisdikcije, pristojnosti, pristojno
δικαιοδοσία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jurisdikcie, jurisdikciu, jurisdikcia, právomoci, jurisdikcii
Στατιστικά δημοτικότητας: δικαιοδοσία
Τυχαίες λέξεις