Укрепление στα ελληνικά
Μετάφραση: укрепление, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραίωση, φρούριο, Fort, Φορτ, οχυρό, φρουρίου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- украсата στα ελληνικά - διακοσμώ, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
- украшение στα ελληνικά - στολισμός, στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, διακοσμητικό, διακοσμήσεων
- улан στα ελληνικά - λογχοφόρος, λογχοφόρος ηππέας, Lancer, επαγγελματίας, το Lancer
- улей στα ελληνικά - κυψέλη, αυλάκι, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow
Τυχαίες λέξεις
Укрепление στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραίωση, φρούριο, Fort, Φορτ, οχυρό, φρουρίου
Μεταφράσεις: εδραίωση, φρούριο, Fort, Φορτ, οχυρό, φρουρίου